-
1 ἄπτερος
ἄπτερος, ον,A without wings, unwinged, Hom. only in Od., and always in phrase τῇ δ' ἄπτερος ἔπλετο μῦθος the speech was to her without wings, remained unuttered, opp. ἔπεα πτερόεντα, 17.57; ἄ. φάτις unspoken rumour, A.Ag. 278; ἄπτερα πωτήματα wingless flight, Id.Eu. 250; ἄ δρόμος, of the Trojan horse, v.l. in Tryph.85.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἄπτερος
-
2 ἄπτερος
ἄ-πτερος ( πτερόν): only τῇ δ' ἄπτερος ἔπλετο μῦθος, wingless to her was what he said, i. e. it did not escape her, she caught the idea, Od. 17.57, Od. 19.29, Od. 21.386, Od. 22.398.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἄπτερος
См. также в других словарях:
πτερόεις — εσσα, εν, ΝΑ (ποιητ. τ.) 1. αυτός που έχει φτερά, ο φτερωτός 2. φρ. «έπεα πτερόεντα» μτφ. i) λόγια ευκίνητα, που πετούν γρήγορα, γοργά ii) λόγια που πετούν και χάνονται (Ομ. Ιλ.) 2. το αρσ. ως ουσ. ο πτερόεις ζωολ. γένος φανταχτερών… … Dictionary of Greek